- απρεπες
- ἀπρεπέςτό Thuc. = ἀπρέπεια См. απρεπεια
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπρεπές — ἀπρεπής unseemly masc/fem voc sg ἀπρεπής unseemly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀπρεπές — ἀπρεπές , ἀπρεπής unseemly masc/fem voc sg ἀπρεπές , ἀπρεπής unseemly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέβομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α 1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.) 2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ) νεοελλ. τηρώ … Dictionary of Greek
Зенодот из Ефеса — (Ζηνόδοτος) грамматик и критик. Сначала наставник Птоломея Филадельфа (III в. до Р. X.), З. в царствование последнего назначен был председателем высшей ученой коллегии в Александрии (музей) и библиотекарем тамошней большой библиотеки. Важнейшим… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
нелѣпо — (4*) нар. 1. Не так, как следует, неподобающим образом: таче же ѿ оц҃а держанье проповѣдающе... а ѥже не подобно и нелѣпо испѹстивше. ѥже ѥсть ѿ сн҃а ѹношьство (ἀπρεπές) ГА XIII–XIV, 225а; играеми елини ѿ бѣсовъ... но ˫ако нелѣпо о б҃зѣ мнѣвше… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
нелѣпотьныи — (5*) пр. 1. Безобразный; внушающий отвращение: и повелѣ ѿверьсти позлащена˫а ковчега ѿверзенома же им(а). || люто нѣкоѥ злосмрадьѥ и нелѣпотноѥ ˫ависѧ видѣньѥ. (ἀηδεστοτη) ЖВИ XIV–XV, 24в–г; и сихъ влекуще предъ кнѧземъ поставиша. не плищююща… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
нелѣпыи — (76) пр. 1. Некрасивый: ризы лагодны˫а красота тѣлѹ и потреба сѹть излишни˫а же подъ ногама влачими по земли и нелѣпа сѹть (τоῦ ἀπρεπоῦς) Пч к. XIV, 46; | о способе изложения: Но не вою(и)те бра(т)ѥ на мою грубость нелѣп(ъ) образъ писань˫а. СбЧуд … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άμουσος — η, ο (AM ἄμουσος, ον) αυτός που δεν έχει μουσικό αίσθημα, ο αφιλόμουσος αρχ. 1. ο δίχως αίσθηση ή αγάπη για τις τέχνες, απαίδευτος, αμόρφωτος, άξεστος 2. αγενής, άσεμνος, χυδαίος 3. (για ήχους) ο μη αρμονικός, ο παράφωνος 4. (απρόσωπη φράση)… … Dictionary of Greek
έκτροπος — η, ο (Α ἔκτροπος, ον) Ι. αυτός που έχει υποστεί εκτροπή, που αποκλίνει από τον κανονικό δρόμο ή διεύθυνση επομένως άτοπος, απρεπής, ανάρμοστος νεοελλ. συν. στον πληθ. τα έκτροπα ανάρμοστες, άπρεπες πράξεις II. επίρρ. ἐκτρόπως κατά παρέκβαση από… … Dictionary of Greek
αμαύλιστος — η, ο [μαυλίζω] 1. (για ζώα) αυτός που δεν τόν φώναξαν, δεν τόν κάλεσαν να συναχτεί μαζί με άλλους (κυρίως για κότες) 2. αυτός που δεν παρασύρθηκε σε άπρεπες ή ανήθικες πράξεις από μαστρωπό 3. αυτός που δεν μεταπείθεται με θωπείες ή δώρα … Dictionary of Greek
ανάξιος — (I) α, ο (Α ἀνάξιος, ία, ιον και αττ. ιος, ιον) 1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα 2. αυτός που δεν τού πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι 3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος,… … Dictionary of Greek